αερόφωνο

αερόφωνο
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια συσκευή και ένα μουσικό όργανο. 1. Συσκευή με την οποία ενισχύεται η ανθρώπινη φωνή, ώστε να ακούγεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Τόμας Έντισον. Λειτουργεί με σύστημα τριών διαδοχικών μεμβρανών που συνδέονται μεταξύ τους και με πεπιεσμένο αέρα που βοηθά στο να μεταδίδεται ο ήχος με μεγαλύτερη ένταση. Η φωνή δηλαδή δημιουργεί παλμικές κινήσεις στην πρώτη μεμβράνη, οι οποίες μεταδίδονται στις υπόλοιπες. Η τελευταία μεμβράνη είναι τοποθετημένη στο κέντρο μιας χοάνης, που με τη βοήθεια του πεπιεσμένου αέρα δυναμώνει τη φωνή. 2. Παλιό μουσικό όργανο, που έμοιαζε με λατέρνα. Λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα. Οι ήχοι του προκαλούνταν με την περιστροφική κίνηση μιας χειρολαβίδας. Μπορούσε να παίζει 5 έως 6 διαφορετικούς σκοπούς. Λεγόταν και βαρβαρικό όργανο γιατί, όταν χαλούσε, προκαλούσε απαίσιους θορύβους. Η ανακάλυψή του ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πίπιζα — Αερόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας των ζουρνάδων. Ο σωλήνας της, που καταλήγει σε καμπάνα, έχει 12 15 τρύπες, από τις οποίες οι 8 μόνο παράγουν φθόγγους, ενώ οι άλλες προορίζονται για την αρμονία του ήχου και τη διακόσμηση. Ο ήχος παράγεται… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αρμόνικα — η αερόφωνο όργανο με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια, φυσαρμόνικα …   Dictionary of Greek

  • σενγκ — το, Ν άκλ. μουσ. κινεζικό αερόφωνο που αποτελείται, συνήθως, από δεκαεπτά σωλήνες μπαμπού, προσαρμοσμένους σε έναν μικρό αεροθάλαμο, στον οποίο φυσά ο εκτελεστής μέσω ενός επιστομίου …   Dictionary of Greek

  • στοματόργανο — το, Ν αερόφωνο όργανο το οποίο αποτελείται από μία σειρά όρθιους σωλήνες με ελεύθερα παλλόμενο γλωσσίδι, στο στόμιο τού οποίου φυσά ο εκτελεστής για να παραγάγει ήχο …   Dictionary of Greek

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”